πολεμιστήριος

πολεμιστήριος
πολεμ-ιστήριος, α, ον, also ος, ον Plu.Cat.Ma.26:—
A of or for a warrior,

ἵπποι Hdt.1.192

(v.l. πολεμιστέων), X.Ages.9.6, cf. D.42.24; βοή, θώραξ π., Ar. Ach.572, 1132; π. ἅρματα war-chariots, Hdt.5.113, X.Cyr.6.1.29;

ἐλέφαντες Arist.HA610a19

;

ὅπλα Schwyzer633.13

(Eresus, ii/i B.C.), cf. Supp.Epigr.4.267 ([place name] Panamara);

ζεύγη D.S.1.54

;

παρασκευή Plu.

l.c.; ἐλᾶν τὰ π. drive the war-chariots (in a race), Ar.Nu.28, cf. IG22.2311.58, and πολεμιστής fin.; ἅρμα π. ib.2316.56.
II τὰ π., = τὰ πολεμικά, Pl.Criti.119b, X.Cyr.8.8.26.
III -ήριος, , = sq., Nic. Dam.4J.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολεμιστήριος — of masc nom sg πολεμιστήριος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήριος — α, ο / πολεμιστήριος, ία, ον, ΝΑ, θηλ. και ος, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πολεμιστή ή στον πόλεμο («χρῶνται... οἱ Ἰνδοί πολεμιστηρίοις [ἐλέφασι]», Αριστοτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ πολεμιστήριος πολεμιστής 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… …   Dictionary of Greek

  • πολεμιστήριος — α, ο αυτός που έχει σχέση με τον πόλεμο ή τον πολεμιστή: Πολεμιστήριο σάλπισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολεμιστήριον — πολεμιστήριος of masc acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg πολεμιστήριος of masc/fem acc sg πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίων — πολεμιστήριος of fem gen pl πολεμιστήριος of masc/neut gen pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίοις — πολεμιστήριος of masc/neut dat pl πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίου — πολεμιστήριος of masc/neut gen sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίους — πολεμιστήριος of masc acc pl πολεμιστήριος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστηρίῳ — πολεμιστήριος of masc/neut dat sg πολεμιστήριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήρια — πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl πολεμιστήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμιστήριοι — πολεμιστήριος of masc nom/voc pl πολεμιστήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”